κοκομπόλο

κοκομπόλο
το
βοτ.
διεθνώς κοινή ονομασία τού ξύλου που προέρχεται από το είδος Dalbergia retusa και σε μικρότερο βαθμό από το Dalbergia granadilla τού γένους Δαλβεργία, γνωστό και ως πάλο νέγκρο ή ξύλο γραναδίλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cocobolo < ισπ. cocobolo < kakabali, ινδιαν. Arawak, τών Αντιλών και Γουιάνας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”